- υπερβιταμίνωση
- aşırı vitamin alma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπερβιταμίνωση — η, Ν ιατρ. παθολογική κατάσταση από λήψη υπερβολικής ποσότητας ορισμένης βιταμίνης για θεραπευτικούς σκοπούς (α. «υπερβιταμίνωση Α» β. «υπερβιταμίνωση D»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypervitaminosis < hyper (< υπερ *) +… … Dictionary of Greek
υπερβιταμίνωση — η νοσηρή κατάσταση που δημιουργείται από την υπερβολική λήψη βιταμινών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek